Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δεν είναι τίποτε το παράξενο

  • 1 нечего

    I нечего Ι (нечему, нечем, не о чем) τίποτα· мне \нечего сказать δεν έχω τι να πω· нечему удивляться δεν είναι τίποτε το παράξενο* мне нечем писать δεν έχω με τι να γράφω· тебе не о чем жалеть δεν αξίζει να στενοχωριέσαι II нечего II (незачем) ανώφελα, του κάκου" δεν υπάρχει λόγος να...' \нечего беспокоиться δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία
    * * *
    I (нечему, нечем, не о чем)

    мне не́чего сказа́ть — δεν έχω τι να πω

    не́чему удивля́ться — δεν είναι τίποτε το παράξενο

    мне не́чем писа́ть — δεν έχω με τι να γράφω

    тебе́ не́ о чем жале́ть — δεν αξίζει να στενοχωριέσαι

    II
    ( незачем) ανώφελα, του κάκου; δεν υπάρχει λόγος να…

    не́чего беспоко́иться — δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία

    Русско-греческий словарь > нечего

  • 2 нечего

    нечего I
    (нечему, нечем, не о чем) мест. τίποτε:
    мне (больше) \нечего сказать δέν ἔχω τίποτε (ἄλλο) νά πῶ· нечем писать δέν ἔχω μέ τί νά γράψω· нечему тут удивляться δέν εἶναι τίποτε τό παράξενο· не о чем жалеть δέν ἀξίζει νά στενοχωριέσαι· ◊ \нечего сказать! ирон. μωρέ μπράβο!· делать \нечего, пришлось... разг δέν γίνονταν ἀλλοιως, χρειάστηκε νά...· от \нечего делать μή ἔχοντας τίποτε ἄλλο νά κάνω.
    нечего II
    предик безл (незачем) разг δέν ὑπάρχει λόγος νά..., δέν ἀξίζει τόν κόπο, εἶναι ἀνώφελο:
    \нечего об этом говорить δέν ὑπάρχει λόγος νά γίνεται κουβέντα γι ' αὐτό· его \нечего жалеть δέν ἀξίζει νά τόν λυπάσαι· \нечего зря говорить αὐτά εἶναι λόγια παραπανήσια· об этом и думать \нечего αὐτό θέτε κἄν νά τό σκέπτεσαι.

    Русско-новогреческий словарь > нечего

  • 3 диво

    ουδ.
    1. θαύμα, θαυμάσιο, καταπληκτικό πράγμα.
    2. ως κατηγ. είναι, εκπληκτικό (παράξενο)•, что он не пришл προξενεί έκπληξη το ότι αυτός δεν ήρθε.
    εκφρ.
    диву даться – εκπλήσσομαι, καταπλήσσομαι, παραξενεύομαι, απορώ•
    на диво – θαυμάσια, λαμπρά, υπέροχα, άριστα•
    что за -! – (τι) παράξενο πράγμα!•
    это не диво – αυτό δεν είναι τίποτε το παράξενο.

    Большой русско-греческий словарь > диво

См. также в других словарях:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»